χαλαίβασις

χαλαίβασις
-άσεως, ὁ, Α
αυτός που βαδίζει αργά ή νωχελικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι- (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + -βασις (< βαίνω). Επειδή είναι το μόνο σύνθ. με β' συνθετικό –βασις που αναφέρεται σε πρόσ., έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για προσωποποίηση ενός αφηρ. ουσ. με σημ. «χαλαρό βάδισμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”